χαλκήλατα

χαλκήλατα
χαλκήλατος
forged out of brass
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλκήλαθ' — χαλκήλατα , χαλκήλατος forged out of brass neut nom/voc/acc pl χαλκήλατε , χαλκήλατος forged out of brass masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”